Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάραβος
καραδοκέω
καραδοκία
Καραιός
καράκαλλον
καρανιστήρ
κάρανος
καρανόω
καρανώ
Κάραουις
καρατομέω
καράτομος
καρατόμος
κάρβανος
καρβάτιναι
καρβάτινος
καρβατιών
Κάρβων
κάρβων
Καρβώνειος
κάρδακες
View word page
καρατομέω
to cut off the head, behead
ShortDef
to cut off the head, behead
Debugging
Headword:
καρατομέω
Headword (normalized):
καρατομέω
Headword (normalized/stripped):
καρατομεω
IDX:
45031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45032
Key:
Data
{'content': 'to cut off the head, behead'}