Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καραδοκία
Καραιός
καράκαλλον
καρανιστήρ
κάρανος
καρανόω
καρανώ
Κάραουις
καρατομέω
καράτομος
καρατόμος
κάρβανος
καρβάτιναι
καρβάτινος
καρβατιών
Κάρβων
κάρβων
Καρβώνειος
View word page
Κάραουις
Caravis

ShortDef

Caravis

Debugging

Headword:
Κάραουις
Headword (normalized):
κάραουις
Headword (normalized/stripped):
καραουις
IDX:
45030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45031
Key:

Data

{'content': 'Caravis'}