Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καραβοειδής
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καραδοκία
Καραιός
καράκαλλον
καρανιστήρ
κάρανος
καρανόω
καρανώ
Κάραουις
καρατομέω
καράτομος
καρατόμος
κάρβανος
καρβάτιναι
καρβάτινος
καρβατιών
Κάρβων
κάρβων
View word page
καρανώ
goat

ShortDef

goat

Debugging

Headword:
καρανώ
Headword (normalized):
καρανώ
Headword (normalized/stripped):
καρανω
IDX:
45029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45030
Key:

Data

{'content': 'goat'}