Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμεμψιμοίρητος
ἀμεμψίμοιρος
ἀμένας
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμενής
ἀμενητά
ἀμενθήριστος
ἁμέρα
ἀμέργω
ἀμέρδω
ἀμέρεια
ἀμερής
ἀμεριαῖος
ἀμεριμνέω
ἀμεριμνία
ἀμέριμνος
ἀμέριστος
ἀμερμηρεί
ἀμερσίγαμος
ἀμερσίνοος
View word page
ἀμέρδω
to deprive of, bereave of
ShortDef
to deprive of, bereave of
Debugging
Headword:
ἀμέρδω
Headword (normalized):
ἀμέρδω
Headword (normalized/stripped):
αμερδω
IDX:
4502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4503
Key:
Data
{'content': 'to deprive of, bereave of'}