Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάρα2
καραβοειδής
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καραδοκία
Καραιός
καράκαλλον
καρανιστήρ
κάρανος
καρανόω
καρανώ
Κάραουις
καρατομέω
καράτομος
καρατόμος
κάρβανος
καρβάτιναι
καρβάτινος
καρβατιών
Κάρβων
View word page
καρανόω
to achieve

ShortDef

to achieve

Debugging

Headword:
καρανόω
Headword (normalized):
καρανόω
Headword (normalized/stripped):
καρανοω
IDX:
45028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45029
Key:

Data

{'content': 'to achieve'}