Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάρα
κάρα2
καραβοειδής
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καραδοκία
Καραιός
καράκαλλον
καρανιστήρ
κάρανος
καρανόω
καρανώ
Κάραουις
καρατομέω
καράτομος
καρατόμος
κάρβανος
καρβάτιναι
καρβάτινος
καρβατιών
View word page
κάρανος
a chief (loanword, Persian karana). Perhaps κάρανον
ShortDef
a chief (loanword, Persian karana). Perhaps κάρανον
Debugging
Headword:
κάρανος
Headword (normalized):
κάρανος
Headword (normalized/stripped):
καρανος
IDX:
45027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45028
Key:
Data
{'content': 'a chief (loanword, Persian karana). Perhaps κάρανον'}