Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάρ
κάρα
κάρα2
καραβοειδής
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καραδοκία
Καραιός
καράκαλλον
καρανιστήρ
κάρανος
καρανόω
καρανώ
Κάραουις
καρατομέω
καράτομος
καρατόμος
κάρβανος
καρβάτιναι
καρβάτινος
View word page
καρανιστήρ
beheading, capital

ShortDef

beheading, capital

Debugging

Headword:
καρανιστήρ
Headword (normalized):
καρανιστήρ
Headword (normalized/stripped):
καρανιστηρ
IDX:
45026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45027
Key:

Data

{'content': 'beheading, capital'}