Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κάρ
κάρ
κάρα
κάρα2
καραβοειδής
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καραδοκία
Καραιός
καράκαλλον
καρανιστήρ
κάρανος
καρανόω
καρανώ
Κάραουις
καρατομέω
καράτομος
καρατόμος
κάρβανος
καρβάτιναι
View word page
καράκαλλον
a hood

ShortDef

a hood

Debugging

Headword:
καράκαλλον
Headword (normalized):
καράκαλλον
Headword (normalized/stripped):
καρακαλλον
IDX:
45025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45026
Key:

Data

{'content': 'a hood'}