Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Κάπυς
καπύω
κάπων
Κάρ
κάρ
κάρα
κάρα2
καραβοειδής
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καραδοκία
Καραιός
καράκαλλον
καρανιστήρ
κάρανος
καρανόω
καρανώ
Κάραουις
καρατομέω
καράτομος
View word page
καραδοκέω
to watch eagerly, anxiously (for the outcome)

ShortDef

to watch eagerly, anxiously (for the outcome)

Debugging

Headword:
καραδοκέω
Headword (normalized):
καραδοκέω
Headword (normalized/stripped):
καραδοκεω
IDX:
45022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45023
Key:

Data

{'content': 'to watch eagerly, anxiously (for the outcome)'}