Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καπυρόομαι
καπυρός
καπυρώδης
Κάπυς
καπύω
κάπων
Κάρ
κάρ
κάρα
κάρα2
καραβοειδής
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καραδοκία
Καραιός
καράκαλλον
καρανιστήρ
κάρανος
καρανόω
καρανώ
View word page
καραβοειδής
of the κάραβος kind

ShortDef

of the κάραβος kind

Debugging

Headword:
καραβοειδής
Headword (normalized):
καραβοειδής
Headword (normalized/stripped):
καραβοειδης
IDX:
45019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45020
Key:

Data

{'content': 'of the κάραβος kind'}