Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμεμφία
ἀμεμψιμοίρητος
ἀμεμψίμοιρος
ἀμένας
ἀμενηνός
ἀμενηνόω
ἀμενής
ἀμενητά
ἀμενθήριστος
ἁμέρα
ἀμέργω
ἀμέρδω
ἀμέρεια
ἀμερής
ἀμεριαῖος
ἀμεριμνέω
ἀμεριμνία
ἀμέριμνος
ἀμέριστος
ἀμερμηρεί
ἀμερσίγαμος
View word page
ἀμέργω
to pluck
ShortDef
to pluck
Debugging
Headword:
ἀμέργω
Headword (normalized):
ἀμέργω
Headword (normalized/stripped):
αμεργω
IDX:
4501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4502
Key:
Data
{'content': 'to pluck'}