Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καπυρίζω
κάπυρις
καπυριστής
καπυρόομαι
καπυρός
καπυρώδης
Κάπυς
καπύω
κάπων
Κάρ
κάρ
κάρα
κάρα2
καραβοειδής
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καραδοκία
Καραιός
καράκαλλον
καρανιστήρ
View word page
κάρ
a lock of hair (?); worthless
ShortDef
a Carian
a lock of hair (?); worthless
Debugging
Headword:
κάρ
Headword (normalized):
κάρ
Headword (normalized/stripped):
καρ
IDX:
45016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45017
Key:
Data
{'content': 'a lock of hair (?); worthless'}