Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καπυρίδια
καπυρίζω
κάπυρις
καπυριστής
καπυρόομαι
καπυρός
καπυρώδης
Κάπυς
καπύω
κάπων
Κάρ
κάρ
κάρα
κάρα2
καραβοειδής
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καραδοκία
Καραιός
καράκαλλον
View word page
Κάρ
a Carian
ShortDef
a Carian
a lock of hair (?); worthless
Debugging
Headword:
Κάρ
Headword (normalized):
κάρ
Headword (normalized/stripped):
καρ
IDX:
45015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45016
Key:
Data
{'content': 'a Carian'}