Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καπύη
καπυρίδια
καπυρίζω
κάπυρις
καπυριστής
καπυρόομαι
καπυρός
καπυρώδης
Κάπυς
καπύω
κάπων
Κάρ
κάρ
κάρα
κάρα2
καραβοειδής
καραβοπρόσωπος
κάραβος
καραδοκέω
καραδοκία
Καραιός
View word page
κάπων
capon

ShortDef

capon

Debugging

Headword:
κάπων
Headword (normalized):
κάπων
Headword (normalized/stripped):
καπων
IDX:
45014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45015
Key:

Data

{'content': 'capon'}