Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καπρών
κάπτω
Καπυαῖος
Καπύη
καπυρίδια
καπυρίζω
κάπυρις
καπυριστής
καπυρόομαι
καπυρός
καπυρώδης
Κάπυς
καπύω
κάπων
Κάρ
κάρ
κάρα
κάρα2
καραβοειδής
καραβοπρόσωπος
κάραβος
View word page
καπυρώδης
dry
ShortDef
dry
Debugging
Headword:
καπυρώδης
Headword (normalized):
καπυρώδης
Headword (normalized/stripped):
καπυρωδης
IDX:
45011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45012
Key:
Data
{'content': 'dry'}