Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καπροφόνος
καπρῴζομαι
καπρών
κάπτω
Καπυαῖος
Καπύη
καπυρίδια
καπυρίζω
κάπυρις
καπυριστής
καπυρόομαι
καπυρός
καπυρώδης
Κάπυς
καπύω
κάπων
Κάρ
κάρ
κάρα
κάρα2
καραβοειδής
View word page
καπυρόομαι
become dry

ShortDef

become dry

Debugging

Headword:
καπυρόομαι
Headword (normalized):
καπυρόομαι
Headword (normalized/stripped):
καπυροομαι
IDX:
45009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45010
Key:

Data

{'content': 'become dry'}