Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καπροφάγος
καπροφόνος
καπρῴζομαι
καπρών
κάπτω
Καπυαῖος
Καπύη
καπυρίδια
καπυρίζω
κάπυρις
καπυριστής
καπυρόομαι
καπυρός
καπυρώδης
Κάπυς
καπύω
κάπων
Κάρ
κάρ
κάρα
κάρα2
View word page
καπυριστής
debauchee
ShortDef
debauchee
Debugging
Headword:
καπυριστής
Headword (normalized):
καπυριστής
Headword (normalized/stripped):
καπυριστης
IDX:
45008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45009
Key:
Data
{'content': 'debauchee'}