Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάπριος
κάπρος
καπροφάγος
καπροφόνος
καπρῴζομαι
καπρών
κάπτω
Καπυαῖος
Καπύη
καπυρίδια
καπυρίζω
κάπυρις
καπυριστής
καπυρόομαι
καπυρός
καπυρώδης
Κάπυς
καπύω
κάπων
Κάρ
κάρ
View word page
καπυρίζω
live riotously, revel

ShortDef

live riotously, revel

Debugging

Headword:
καπυρίζω
Headword (normalized):
καπυρίζω
Headword (normalized/stripped):
καπυριζω
IDX:
45006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45007
Key:

Data

{'content': 'live riotously, revel'}