Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καπρίολος
κάπριος
κάπρος
καπροφάγος
καπροφόνος
καπρῴζομαι
καπρών
κάπτω
Καπυαῖος
Καπύη
καπυρίδια
καπυρίζω
κάπυρις
καπυριστής
καπυρόομαι
καπυρός
καπυρώδης
Κάπυς
καπύω
κάπων
Κάρ
View word page
καπυρίδια
cakes
ShortDef
cakes
Debugging
Headword:
καπυρίδια
Headword (normalized):
καπυρίδια
Headword (normalized/stripped):
καπυριδια
IDX:
45005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45006
Key:
Data
{'content': 'cakes'}