Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Καπρίαι
καπρίολος
κάπριος
κάπρος
καπροφάγος
καπροφόνος
καπρῴζομαι
καπρών
κάπτω
Καπυαῖος
Καπύη
καπυρίδια
καπυρίζω
κάπυρις
καπυριστής
καπυρόομαι
καπυρός
καπυρώδης
Κάπυς
καπύω
κάπων
View word page
Καπύη
Capua
ShortDef
Capua
Debugging
Headword:
Καπύη
Headword (normalized):
καπύη
Headword (normalized/stripped):
καπυη
IDX:
45004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45005
Key:
Data
{'content': 'Capua'}