Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάπρειος
καπρία
Καπρίαι
καπρίολος
κάπριος
κάπρος
καπροφάγος
καπροφόνος
καπρῴζομαι
καπρών
κάπτω
Καπυαῖος
Καπύη
καπυρίδια
καπυρίζω
κάπυρις
καπυριστής
καπυρόομαι
καπυρός
καπυρώδης
Κάπυς
View word page
κάπτω
to gulp down

ShortDef

to gulp down

Debugging

Headword:
κάπτω
Headword (normalized):
κάπτω
Headword (normalized/stripped):
καπτω
IDX:
45002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45003
Key:

Data

{'content': 'to gulp down'}