Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καπρέαι
κάπρειος
καπρία
Καπρίαι
καπρίολος
κάπριος
κάπρος
καπροφάγος
καπροφόνος
καπρῴζομαι
καπρών
κάπτω
Καπυαῖος
Καπύη
καπυρίδια
καπυρίζω
κάπυρις
καπυριστής
καπυρόομαι
καπυρός
καπυρώδης
View word page
καπρών
pig-sty

ShortDef

pig-sty

Debugging

Headword:
καπρών
Headword (normalized):
καπρών
Headword (normalized/stripped):
καπρων
IDX:
45001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45002
Key:

Data

{'content': 'pig-sty'}