Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καπράω
Καπρέαι
κάπρειος
καπρία
Καπρίαι
καπρίολος
κάπριος
κάπρος
καπροφάγος
καπροφόνος
καπρῴζομαι
καπρών
κάπτω
Καπυαῖος
Καπύη
καπυρίδια
καπυρίζω
κάπυρις
καπυριστής
καπυρόομαι
καπυρός
View word page
καπρῴζομαι
rut

ShortDef

rut

Debugging

Headword:
καπρῴζομαι
Headword (normalized):
καπρῴζομαι
Headword (normalized/stripped):
καπρωζομαι
IDX:
45000
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-45001
Key:

Data

{'content': 'rut'}