Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καππυρίζω
κάπραινα
καπράω
Καπρέαι
κάπρειος
καπρία
Καπρίαι
καπρίολος
κάπριος
κάπρος
καπροφάγος
καπροφόνος
καπρῴζομαι
καπρών
κάπτω
Καπυαῖος
Καπύη
καπυρίδια
καπυρίζω
κάπυρις
καπυριστής
View word page
καπροφάγος
eating boar's flesh

ShortDef

eating boar's flesh

Debugging

Headword:
καπροφάγος
Headword (normalized):
καπροφάγος
Headword (normalized/stripped):
καπροφαγος
IDX:
44998
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44999
Key:

Data

{'content': "eating boar's flesh"}