Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καπποφόρος
καππυρίζω
κάπραινα
καπράω
Καπρέαι
κάπρειος
καπρία
Καπρίαι
καπρίολος
κάπριος
κάπρος
καπροφάγος
καπροφόνος
καπρῴζομαι
καπρών
κάπτω
Καπυαῖος
Καπύη
καπυρίδια
καπυρίζω
κάπυρις
View word page
κάπρος
the boar, wild boar
ShortDef
the boar, wild boar
Debugging
Headword:
κάπρος
Headword (normalized):
κάπρος
Headword (normalized/stripped):
καπρος
IDX:
44997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44998
Key:
Data
{'content': 'the boar, wild boar'}