Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάππαρος
καπποφόρος
καππυρίζω
κάπραινα
καπράω
Καπρέαι
κάπρειος
καπρία
Καπρίαι
καπρίολος
κάπριος
κάπρος
καπροφάγος
καπροφόνος
καπρῴζομαι
καπρών
κάπτω
Καπυαῖος
Καπύη
καπυρίδια
καπυρίζω
View word page
κάπριος
a wild boar
ShortDef
a wild boar
Debugging
Headword:
κάπριος
Headword (normalized):
κάπριος
Headword (normalized/stripped):
καπριος
IDX:
44996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44997
Key:
Data
{'content': 'a wild boar'}