Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καππαδοκίζω
κάππαρις
κάππαρος
καπποφόρος
καππυρίζω
κάπραινα
καπράω
Καπρέαι
κάπρειος
καπρία
Καπρίαι
καπρίολος
κάπριος
κάπρος
καπροφάγος
καπροφόνος
καπρῴζομαι
καπρών
κάπτω
Καπυαῖος
Καπύη
View word page
Καπρίαι
Capreae, Capri

ShortDef

Capreae, Capri

Debugging

Headword:
Καπρίαι
Headword (normalized):
καπρίαι
Headword (normalized/stripped):
καπριαι
IDX:
44994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44995
Key:

Data

{'content': 'Capreae, Capri'}