Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Καππαδόκαι
Καππαδοκία
καππαδοκίζω
κάππαρις
κάππαρος
καπποφόρος
καππυρίζω
κάπραινα
καπράω
Καπρέαι
κάπρειος
καπρία
Καπρίαι
καπρίολος
κάπριος
κάπρος
καπροφάγος
καπροφόνος
καπρῴζομαι
καπρών
κάπτω
View word page
κάπρειος
of the wild boar
ShortDef
of the wild boar
Debugging
Headword:
κάπρειος
Headword (normalized):
κάπρειος
Headword (normalized/stripped):
καπρειος
IDX:
44992
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44993
Key:
Data
{'content': 'of the wild boar'}