Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάππα
Καππαδόκαι
Καππαδοκία
καππαδοκίζω
κάππαρις
κάππαρος
καπποφόρος
καππυρίζω
κάπραινα
καπράω
Καπρέαι
κάπρειος
καπρία
Καπρίαι
καπρίολος
κάπριος
κάπρος
καπροφάγος
καπροφόνος
καπρῴζομαι
καπρών
View word page
Καπρέαι
Capreae, Capri
ShortDef
Capreae, Capri
Debugging
Headword:
Καπρέαι
Headword (normalized):
καπρέαι
Headword (normalized/stripped):
καπρεαι
IDX:
44991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44992
Key:
Data
{'content': 'Capreae, Capri'}