Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάπος
κάππα
Καππαδόκαι
Καππαδοκία
καππαδοκίζω
κάππαρις
κάππαρος
καπποφόρος
καππυρίζω
κάπραινα
καπράω
Καπρέαι
κάπρειος
καπρία
Καπρίαι
καπρίολος
κάπριος
κάπρος
καπροφάγος
καπροφόνος
καπρῴζομαι
View word page
καπράω
to be lewd
ShortDef
to be lewd
Debugging
Headword:
καπράω
Headword (normalized):
καπράω
Headword (normalized/stripped):
καπραω
IDX:
44990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44991
Key:
Data
{'content': 'to be lewd'}