Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καπνωτήριον
κάπος
κάππα
Καππαδόκαι
Καππαδοκία
καππαδοκίζω
κάππαρις
κάππαρος
καπποφόρος
καππυρίζω
κάπραινα
καπράω
Καπρέαι
κάπρειος
καπρία
Καπρίαι
καπρίολος
κάπριος
κάπρος
καπροφάγος
καπροφόνος
View word page
κάπραινα
wild sow

ShortDef

wild sow

Debugging

Headword:
κάπραινα
Headword (normalized):
κάπραινα
Headword (normalized/stripped):
καπραινα
IDX:
44989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44990
Key:

Data

{'content': 'wild sow'}