Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καπνώδης
καπνωτήριον
κάπος
κάππα
Καππαδόκαι
Καππαδοκία
καππαδοκίζω
κάππαρις
κάππαρος
καπποφόρος
καππυρίζω
κάπραινα
καπράω
Καπρέαι
κάπρειος
καπρία
Καπρίαι
καπρίολος
κάπριος
κάπρος
καπροφάγος
View word page
καππυρίζω
to catch, take fire

ShortDef

to catch, take fire

Debugging

Headword:
καππυρίζω
Headword (normalized):
καππυρίζω
Headword (normalized/stripped):
καππυριζω
IDX:
44988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44989
Key:

Data

{'content': 'to catch, take fire'}