Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καπνόω
καπνώδης
καπνωτήριον
κάπος
κάππα
Καππαδόκαι
Καππαδοκία
καππαδοκίζω
κάππαρις
κάππαρος
καπποφόρος
καππυρίζω
κάπραινα
καπράω
Καπρέαι
κάπρειος
καπρία
Καπρίαι
καπρίολος
κάπριος
κάπρος
View word page
καπποφόρος
marked with a κάππα

ShortDef

marked with a κάππα

Debugging

Headword:
καπποφόρος
Headword (normalized):
καπποφόρος
Headword (normalized/stripped):
καπποφορος
IDX:
44987
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44988
Key:

Data

{'content': 'marked with a κάππα'}