Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καπνοσφράντης
καπνοῦχος
καπνόω
καπνώδης
καπνωτήριον
κάπος
κάππα
Καππαδόκαι
Καππαδοκία
καππαδοκίζω
κάππαρις
κάππαρος
καπποφόρος
καππυρίζω
κάπραινα
καπράω
Καπρέαι
κάπρειος
καπρία
Καπρίαι
καπρίολος
View word page
κάππαρις
the caper-plant
ShortDef
the caper-plant
Debugging
Headword:
κάππαρις
Headword (normalized):
κάππαρις
Headword (normalized/stripped):
καππαρις
IDX:
44985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44986
Key:
Data
{'content': 'the caper-plant'}