Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καπνός
καπνοσφράντης
καπνοῦχος
καπνόω
καπνώδης
καπνωτήριον
κάπος
κάππα
Καππαδόκαι
Καππαδοκία
καππαδοκίζω
κάππαρις
κάππαρος
καπποφόρος
καππυρίζω
κάπραινα
καπράω
Καπρέαι
κάπρειος
καπρία
Καπρίαι
View word page
καππαδοκίζω
to favour the Cappadocians
ShortDef
to favour the Cappadocians
Debugging
Headword:
καππαδοκίζω
Headword (normalized):
καππαδοκίζω
Headword (normalized/stripped):
καππαδοκιζω
IDX:
44984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44985
Key:
Data
{'content': 'to favour the Cappadocians'}