Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καπνόομαι
καπνοποιός
καπνός
καπνοσφράντης
καπνοῦχος
καπνόω
καπνώδης
καπνωτήριον
κάπος
κάππα
Καππαδόκαι
Καππαδοκία
καππαδοκίζω
κάππαρις
κάππαρος
καπποφόρος
καππυρίζω
κάπραινα
καπράω
Καπρέαι
κάπρειος
View word page
Καππαδόκαι
the Cappadocians

ShortDef

the Cappadocians

Debugging

Headword:
Καππαδόκαι
Headword (normalized):
καππαδόκαι
Headword (normalized/stripped):
καππαδοκαι
IDX:
44982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44983
Key:

Data

{'content': 'the Cappadocians'}