Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καπνοκορτυάζομαι
καπνόμαντις
καπνόομαι
καπνοποιός
καπνός
καπνοσφράντης
καπνοῦχος
καπνόω
καπνώδης
καπνωτήριον
κάπος
κάππα
Καππαδόκαι
Καππαδοκία
καππαδοκίζω
κάππαρις
κάππαρος
καπποφόρος
καππυρίζω
κάπραινα
καπράω
View word page
κάπος
breath

ShortDef

breath

Debugging

Headword:
κάπος
Headword (normalized):
κάπος
Headword (normalized/stripped):
καπος
IDX:
44980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44981
Key:

Data

{'content': 'breath'}