Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καπνοειδής
καπνοκορτυάζομαι
καπνόμαντις
καπνόομαι
καπνοποιός
καπνός
καπνοσφράντης
καπνοῦχος
καπνόω
καπνώδης
καπνωτήριον
κάπος
κάππα
Καππαδόκαι
Καππαδοκία
καππαδοκίζω
κάππαρις
κάππαρος
καπποφόρος
καππυρίζω
κάπραινα
View word page
καπνωτήριον
altar

ShortDef

altar

Debugging

Headword:
καπνωτήριον
Headword (normalized):
καπνωτήριον
Headword (normalized/stripped):
καπνωτηριον
IDX:
44979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44980
Key:

Data

{'content': 'altar'}