Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καπνοδόχος
καπνοειδής
καπνοκορτυάζομαι
καπνόμαντις
καπνόομαι
καπνοποιός
καπνός
καπνοσφράντης
καπνοῦχος
καπνόω
καπνώδης
καπνωτήριον
κάπος
κάππα
Καππαδόκαι
Καππαδοκία
καππαδοκίζω
κάππαρις
κάππαρος
καπποφόρος
καππυρίζω
View word page
καπνώδης
smoky

ShortDef

smoky

Debugging

Headword:
καπνώδης
Headword (normalized):
καπνώδης
Headword (normalized/stripped):
καπνωδης
IDX:
44978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44979
Key:

Data

{'content': 'smoky'}