Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καπνίτης
καπνοβάτης
καπνοδόκη
καπνοδόχος
καπνοειδής
καπνοκορτυάζομαι
καπνόμαντις
καπνόομαι
καπνοποιός
καπνός
καπνοσφράντης
καπνοῦχος
καπνόω
καπνώδης
καπνωτήριον
κάπος
κάππα
Καππαδόκαι
Καππαδοκία
καππαδοκίζω
κάππαρις
View word page
καπνοσφράντης
smoke-sniffer

ShortDef

smoke-sniffer

Debugging

Headword:
καπνοσφράντης
Headword (normalized):
καπνοσφράντης
Headword (normalized/stripped):
καπνοσφραντης
IDX:
44975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44976
Key:

Data

{'content': 'smoke-sniffer'}