Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καπνιστέον
καπνιστήριον
καπνιστός
καπνίτης
καπνοβάτης
καπνοδόκη
καπνοδόχος
καπνοειδής
καπνοκορτυάζομαι
καπνόμαντις
καπνόομαι
καπνοποιός
καπνός
καπνοσφράντης
καπνοῦχος
καπνόω
καπνώδης
καπνωτήριον
κάπος
κάππα
Καππαδόκαι
View word page
καπνόομαι
to be turned into smoke, burnt to ashes

ShortDef

to be turned into smoke, burnt to ashes

Debugging

Headword:
καπνόομαι
Headword (normalized):
καπνόομαι
Headword (normalized/stripped):
καπνοομαι
IDX:
44972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44973
Key:

Data

{'content': 'to be turned into smoke, burnt to ashes'}