Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάπνισις
κάπνισμα
καπνιστέον
καπνιστήριον
καπνιστός
καπνίτης
καπνοβάτης
καπνοδόκη
καπνοδόχος
καπνοειδής
καπνοκορτυάζομαι
καπνόμαντις
καπνόομαι
καπνοποιός
καπνός
καπνοσφράντης
καπνοῦχος
καπνόω
καπνώδης
καπνωτήριον
κάπος
View word page
καπνοκορτυάζομαι
leap, frisk

ShortDef

leap, frisk

Debugging

Headword:
καπνοκορτυάζομαι
Headword (normalized):
καπνοκορτυάζομαι
Headword (normalized/stripped):
καπνοκορτυαζομαι
IDX:
44970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44971
Key:

Data

{'content': 'leap, frisk'}