Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καπνιάω
καπνίζω
κάπνισις
κάπνισμα
καπνιστέον
καπνιστήριον
καπνιστός
καπνίτης
καπνοβάτης
καπνοδόκη
καπνοδόχος
καπνοειδής
καπνοκορτυάζομαι
καπνόμαντις
καπνόομαι
καπνοποιός
καπνός
καπνοσφράντης
καπνοῦχος
καπνόω
καπνώδης
View word page
καπνοδόχος
receiving smoke
ShortDef
receiving smoke
Debugging
Headword:
καπνοδόχος
Headword (normalized):
καπνοδόχος
Headword (normalized/stripped):
καπνοδοχος
IDX:
44968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44969
Key:
Data
{'content': 'receiving smoke'}