Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καπνιαῖος
καπνίας
καπνιάω
καπνίζω
κάπνισις
κάπνισμα
καπνιστέον
καπνιστήριον
καπνιστός
καπνίτης
καπνοβάτης
καπνοδόκη
καπνοδόχος
καπνοειδής
καπνοκορτυάζομαι
καπνόμαντις
καπνόομαι
καπνοποιός
καπνός
καπνοσφράντης
καπνοῦχος
View word page
καπνοβάτης
walkers through smoke (?) (LSJ Supp)
ShortDef
walkers through smoke (?) (LSJ Supp)
Debugging
Headword:
καπνοβάτης
Headword (normalized):
καπνοβάτης
Headword (normalized/stripped):
καπνοβατης
IDX:
44966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44967
Key:
Data
{'content': 'walkers through smoke (?) (LSJ Supp)'}