Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καπνηλός
καπνιαῖος
καπνίας
καπνιάω
καπνίζω
κάπνισις
κάπνισμα
καπνιστέον
καπνιστήριον
καπνιστός
καπνίτης
καπνοβάτης
καπνοδόκη
καπνοδόχος
καπνοειδής
καπνοκορτυάζομαι
καπνόμαντις
καπνόομαι
καπνοποιός
καπνός
καπνοσφράντης
View word page
καπνίτης
smoky
ShortDef
smoky
Debugging
Headword:
καπνίτης
Headword (normalized):
καπνίτης
Headword (normalized/stripped):
καπνιτης
IDX:
44965
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44966
Key:
Data
{'content': 'smoky'}