Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καπνείω
καπνέλαιον
κάπνη
καπνηλός
καπνιαῖος
καπνίας
καπνιάω
καπνίζω
κάπνισις
κάπνισμα
καπνιστέον
καπνιστήριον
καπνιστός
καπνίτης
καπνοβάτης
καπνοδόκη
καπνοδόχος
καπνοειδής
καπνοκορτυάζομαι
καπνόμαντις
καπνόομαι
View word page
καπνιστέον
one must smoke, 'gas'

ShortDef

one must smoke, 'gas'

Debugging

Headword:
καπνιστέον
Headword (normalized):
καπνιστέον
Headword (normalized/stripped):
καπνιστεον
IDX:
44962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44963
Key:

Data

{'content': "one must smoke, 'gas'"}