Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάπνειος
καπνείω
καπνέλαιον
κάπνη
καπνηλός
καπνιαῖος
καπνίας
καπνιάω
καπνίζω
κάπνισις
κάπνισμα
καπνιστέον
καπνιστήριον
καπνιστός
καπνίτης
καπνοβάτης
καπνοδόκη
καπνοδόχος
καπνοειδής
καπνοκορτυάζομαι
καπνόμαντις
View word page
κάπνισμα
incense

ShortDef

incense

Debugging

Headword:
κάπνισμα
Headword (normalized):
κάπνισμα
Headword (normalized/stripped):
καπνισμα
IDX:
44961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44962
Key:

Data

{'content': 'incense'}