Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Καπιτώλιον
καπναύγης
κάπνειος
καπνείω
καπνέλαιον
κάπνη
καπνηλός
καπνιαῖος
καπνίας
καπνιάω
καπνίζω
κάπνισις
κάπνισμα
καπνιστέον
καπνιστήριον
καπνιστός
καπνίτης
καπνοβάτης
καπνοδόκη
καπνοδόχος
καπνοειδής
View word page
καπνίζω
to make smoke

ShortDef

to make smoke

Debugging

Headword:
καπνίζω
Headword (normalized):
καπνίζω
Headword (normalized/stripped):
καπνιζω
IDX:
44959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44960
Key:

Data

{'content': 'to make smoke'}