Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καπίστριον
Καπιτώλιον
καπναύγης
κάπνειος
καπνείω
καπνέλαιον
κάπνη
καπνηλός
καπνιαῖος
καπνίας
καπνιάω
καπνίζω
κάπνισις
κάπνισμα
καπνιστέον
καπνιστήριον
καπνιστός
καπνίτης
καπνοβάτης
καπνοδόκη
καπνοδόχος
View word page
καπνιάω
smoke

ShortDef

smoke

Debugging

Headword:
καπνιάω
Headword (normalized):
καπνιάω
Headword (normalized/stripped):
καπνιαω
IDX:
44958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44959
Key:

Data

{'content': 'smoke'}