Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καπήλτια
κάπια
καπίθη
καπίστριον
Καπιτώλιον
καπναύγης
κάπνειος
καπνείω
καπνέλαιον
κάπνη
καπνηλός
καπνιαῖος
καπνίας
καπνιάω
καπνίζω
κάπνισις
κάπνισμα
καπνιστέον
καπνιστήριον
καπνιστός
καπνίτης
View word page
καπνηλός
smoky
ShortDef
smoky
Debugging
Headword:
καπνηλός
Headword (normalized):
καπνηλός
Headword (normalized/stripped):
καπνηλος
IDX:
44955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44956
Key:
Data
{'content': 'smoky'}